- πανδημικός
- -ή, -όαυτός που έχει την έκταση και τη μορφή της πανδημίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πανδημικός — ή, ό αυτός που έχει την μορφή ή τον χαρακτήρα πανδημίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανδημία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Καιροί] … Dictionary of Greek
πάνδημος — Επίθετο της Αφροδίτης στην Αθήνα, το ναό της οποίας έχτισε –σύμφωνα με την παράδοση– ο Σόλωνας από τα χρήματα των εταίρων. Στην Ήλιδα υπήρχε χάλκινο άγαλμα της θεάς κατασκευασμένο από τον Σκόπα. Η Π. Αφροδίτη λατρευόταν επίσης στη Θήβα και στη… … Dictionary of Greek